χαλυβουργείο

χαλυβουργείο
το
εργοστάσιο κατασκευής χάλυβα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαλυβουργείο — το, Ν εργοστάσιο παραγωγής ή κατεργασίας χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ουργείο (< ουργός < έργο*), πρβλ. μηχαν ουργείο. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβουργεῖον, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… …   Dictionary of Greek

  • χαλυβοποιείο — το, Ν χαλυβουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ποιείο (< ποιός*), πρβλ. αρτο ποιείο] …   Dictionary of Greek

  • χαλυβουργός — ο, Ν [χαλυβουργία] 1. ειδικός στη χαλυβουργία 2. εργαζόμενος σε χαλυβουργείο 3. ιδιοκτήτης χαλυβουργείου …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Μαγκνιτογκόρσκ — (Magnitogorsk). Πόλη (427.600 κάτ. το 2003) της δυτικής Ρωσίας. Βρίσκεται στην επαρχία Tσελιαμπίνσκ, 240 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας, κοντά στον ποταμό Oυράλη, στις πλαγιές του βουνού Mαγκνίτναγια (ανατολική πλευρά των νότιων Oυραλίων), σε μια ζώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • χαλυβοποιείο — το χαλυβουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”